- ἀμαστίγωτος
- ἀμαστίγωτοςunscourgedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαστίγωτος — η, ο (Α ἀμαστίγωτος, ον) [μαστιγῶ] αυτός που δεν μαστιγώθηκε, δεν χτυπήθηκε με μαστίγιο νεοελλ. αυτός που δεν επικρίθηκε με δριμύτητα … Dictionary of Greek
αμαστίγωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε δάρθηκε με το βούρδουλα: Ακόμη και τους ηλικιωμένους δεν τους άφησαν αμαστίγωτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμαστιγώτοις — ἀμαστίγωτος unscourged masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαστίγωτοι — ἀμαστίγωτος unscourged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάστικτος — ἀμάστικτος, ον (Μ) [μαστίζω] αμαστίγωτος … Dictionary of Greek
ανίμαστος — ἀνίμαστος, ον (Α) αμαστίγωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ἀν + ἱμάσσω (< ἱμάς) «μαστιγώνω»] … Dictionary of Greek